- οξυτονώ
- (Α ὀξυτονῶ, -έω) [οξύτονος]βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξείααρχ.1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους3. απολήγω σε οξύ άκρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυτόνῳ — ὀξύτονος sharp sounding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυτόνησις — ὀξυτόνησις, ἡ (Μ) [οξυτονώ] η οξυτονία, ο τονισμός μιας λέξης στη λήγουσα με οξεία … Dictionary of Greek
οξύνω — (ΑΜ ὀξύνω) [οξύς] 1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω 2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ 3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, τό καθιστώ ξινό 4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο 5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή») β) … Dictionary of Greek
προοξυτονώ — έω, Μ [ὀξυτονῶ] παροξυτονῶ* … Dictionary of Greek